Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
acquisitions /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα; USER: εξαγορές, εξαγορών, αποκτήσεις, αγορές, αποκτήσεων

GT GD C H L M O
airborne /ˈeə.bɔːn/ = USER: αερομεταφερόμενων, αερομεταφερόμενα, εναέρια, αέρα, αέρος

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
audit /ˈɔː.dɪt/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς; USER: έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών

GT GD C H L M O
aviation /ˌeɪ.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: αεροπορία, αερόπλοια; USER: αεροπορία, αεροπορίας, αερομεταφορών, αεροπορικών, των αερομεταφορών

GT GD C H L M O
bell /bel/ = NOUN: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνοστοιχία; VERB: βρυχάζω; USER: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, Bell, καμπάνας

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
c /ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,

GT GD C H L M O
cathy = USER: cathy, Κάθι, cathy που, της cathy

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
controller /kənˈtrəʊ.lər/ = NOUN: ελεγκτής, διαχειριστής; USER: ελεγκτής, ελεγκτή, ελέγχου, υπεύθυνος, χειριστήριο

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
corporation /ˌkɔː.pərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εταιρεία, σωματείο, νομικό πρόσωπο, συντεχνία, μετοχική εταιρεία, δημοτικό συμβούλιο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, ανώνυμος εταιρεία; USER: εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρειών, των εταιριών

GT GD C H L M O
counsel /ˈkaʊn.səl/ = NOUN: συμβουλή, δικηγόρος, συνήγορος, γνώμη, σύσκεψη, διαβούλευση; VERB: συμβουλεύω; USER: συμβουλή, συνήγορος, δικηγόρος, σύμβουλος, σύμβουλο

GT GD C H L M O
deputy /ˈdep.jʊ.ti/ = NOUN: αναπληρωτής, βουλευτής, εκπρόσωπος, πληρεξούσιος; USER: αναπληρωτής, αναπληρωτή, ο αναπληρωτής, Αντιπρόεδρος, του αναπληρωτή

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
donnelly = USER: Donnelly, Ντόνελι,

GT GD C H L M O
duffy = USER: Duffy, της Duffy, Ντάφι, η Duffy,

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
frank /fræŋk/ = ADJECTIVE: ειλικρινής; VERB: απαλλάσσω ταχυδρομικών τελών; USER: ειλικρινής, Frank, ειλικρινή, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής

GT GD C H L M O
g /dʒiː/ = NOUN: σολ; USER: g, ζ, γρ, γραμ.

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
goldberg = USER: Goldberg, Γκόλντμπεργκ, Goldberg ο

GT GD C H L M O
greenlee

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
inc /ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.

GT GD C H L M O
industrial /ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός; USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
investor /ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα; USER: επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές

GT GD C H L M O
j /dʒeɪ/ = USER: ι, j, ϋ,

GT GD C H L M O
k = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο

GT GD C H L M O
l = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: μεγάλο, l,

GT GD C H L M O
la /lɑː/ = NOUN: λα; USER: λα, la

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
litigation /ˌlɪt.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: δίκη, διαδικασία, δικαστικός αγών; USER: δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, διαφορές, διαφορών, της ασκήσεως της προσφυγής

GT GD C H L M O
mark = NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας; VERB: σημειώνω, μαρκάρω; USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,

GT GD C H L M O
mergers /ˈmɜː.dʒər/ = NOUN: συγχώνευση, ένωσις επιχειρήσεων, ένωση επιχειρήσεων; USER: συγχωνεύσεις, συγχωνεύσεων, τις συγχωνεύσεις, συγκεντρώσεων, συγκεντρώσεις

GT GD C H L M O
mitch = USER: Mitch, Μιτς, Ο Mitch, τον Μιτς, ο Μιτς

GT GD C H L M O
n /en/ = USER: n, ν, η, κ, Β

GT GD C H L M O
officer /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο

GT GD C H L M O
officers /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: υπάλληλοι, αξιωματικών, υπαλλήλους, αξιωματικοί, αξιωματικούς

GT GD C H L M O
operations /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες

GT GD C H L M O
p /piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.

GT GD C H L M O
perkins = USER: Perkins, Πέρκινς

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
presidents /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδροι, προέδρους, προέδρων, προέδρους των, πρόεδροι των

GT GD C H L M O
r /ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,

GT GD C H L M O
reilly = USER: Reilly, Ο Reilly, Ράιλι

GT GD C H L M O
relations /rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγγένειες; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
secretary /ˈsek.rə.tər.i/ = NOUN: γραμματέας, υπουργός, γραφείο, γραματεύς; USER: γραμματέας, Γραμματέα, γραμματέας του, Γενικό Γραμματέα, Γραμματέα των

GT GD C H L M O
segment /ˈseɡ.mənt/ = NOUN: τμήμα, τεμάχιο; VERB: διατέμνω; USER: τμήμα, τομέα, τμήματος, τμημάτων, τμημάτων που

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
simulation /ˌsɪm.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: προσομοίωση, προσποίηση, υπόκριση; USER: προσομοίωση, προσομοίωσης, εξομοίωση, εξομοίωσης

GT GD C H L M O
snyder

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
specialized /ˈspeʃ.əl.aɪzd/ = ADJECTIVE: ειδικευμένος; USER: ειδικευμένος, εξειδικευμένες, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένη

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tax /tæks/ = NOUN: φόρος; VERB: φορολογώ, επιβαρύνω; USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική

GT GD C H L M O
textron

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
treasurer /ˈtreʒ.ər.ər/ = NOUN: ταμίας, θησαυροφύλαξ; USER: ταμίας, ταμία, Treasurer, Ταμίας του, θησαυροφύλακας

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
vice /vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης; USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο

76 words